„Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και οι συνέπειές της“
Δρ. Σπύρος Παρασκευόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής στην Έδρα της Μακροοικονομίας και συγχρόνως διευθυντής του Ινστιτούτου της Θεωρητικής Οικονομικής στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας.
Εισήγηση (30.05.2009)
στο 210 Συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων
στη Φρανκφούρτη με Θέμα:
„Η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση και οι συνέπειές της“
Περιεχόμενο
1. Εισαγωγή στο θέμα
2. Αιτίες
3. Επιπτώσεις
4. Διάρκεια
1. Εισαγωγή στο θέμα
Μία από τις μεγαλύτερες και σημαντικότερες απαιτήσεις της σχολής των νεοφιλελεύθερων Οικονομολόγων ήταν και είναι η απόλυτη απελευθέρωση όλων των αγορών από κρατικούς παρεμβατισμούς.
Αυτό σημαίνει, ότι κατά τη θέση αυτή απορρίπτεται κάθε κρατική παρέμβαση στην αγορά εργασίας, στην αγορά καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών αγαθών καθώς και στις αγορές χρήματος.
Αυτές οι θέσεις καθώς και οι εφαρμογές τους στην οικονομική πολιτική, δεν είναι βέβαια καινούργιες στην εξέλιξη του οικονομικού συστήματος της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς. Κυριάρχησαν και εξακολουθούν κατά καιρούς να κυριαρχούν σε πολλές οικονομίες.
Και ανάλογα με τις εκάστοτε οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, φέρνουν πράγματι οι εφαρμογές των θεωρητικών θέσεων αυτών θετικά μακροοικονομικά αποτελέσματα, δηλαδή ικανοποιητικές αυξήσεις των κατά κεφαλή εθνικών εισοδημάτων.
Ο καταμερισμός όμως αυτού του οικονομικού πλούτου είναι, όπως μας διδάσκει η πράξη, τόσο άνισος, που δεν αργούν δυστυχώς οι πολιτικές αυτές, να οδηγούν τελικά σε πολιτικές και κοινωνικές αστάθειες, που έχουν δυσμενής επιπτώσεις όχι μόνον στις άμεσα θιγόμενες εθνικές Οικονομίες, αλλά και κατά επέκταση στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης στην παγκόσμια οικονομία.
Πριν αναφερθώ όμως άμεσα στην παρούσα παγκόσμια οικονομική κρίση, θα ήθελα να πάμε χρονικά λίγο πίσω, και να δούμε τις ρίζες αυτών των θεωρητικών θέσεων και των εφαρμογών τους, και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα της απόλυτης ελευθερίας των αγορών.
Έτσι νομίζω πως θα μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα και τις σημερινές εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία.
Πριν και μετά από το πρώτο παγκόσμιο πόλεμο κυριαρχούσε στο κόσμο και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ αλλά και στις περισσότερες Ευρωπαϊκές Χώρες το οικονομικό σύστημα της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς ή το καπιταλιστικό σύστημα, όπως το ονόμασε ο Μαρξ.
Κατά τον Μαρξ και τους Μαρξιστές γενικότερα, είναι το σύστημα αυτό καταδικασμένο αργά ή γρήγορα — λόγω της ατομικής ιδιοκτησίας επί των παραγωγικών μέσων και της αντικοινωνικής του λειτουργίας – καθώς και με τις ενδογενής αντιφατικές του τάσεις, που βέβαια το ίδιο παράγει, να οδηγείται από μόνον του στην αυτοκαταστροφή του.
Και η κατάρρευσή του αυτή, όπως θεωρητικά προσπαθούν να αποδείξουν οι Μαρξιστές, δεν θα προέλθει μόνον από τις οικονομικές κρίσεις και φτώχιες που κατά διαστήματα προκαλεί σε πλατιές λαϊκές μάζες, αλλά και από τους αιματηρούς πολέμους που προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί μεταξύ των λαών. Έτσι θα οδηγηθεί τελικά και αναπόφευκτα στην αυτοκαταστροφή του.
Οι προβλέψεις καθώς και οι προσδοκίες αυτές των Μαρξιστών, φάνηκε να επαληθεύονται με την ρωσική επανάσταση του 1917, που έγινε και τελικά επικράτησε τότε στη Ρωσία.
Εκεί γεννήθηκε και σταθεροποιήθηκε ένα νέο οικονομικό σύστημα της λεγόμενης κεντρικά (κρατικά) διευθυνόμενης Οικονομίας, στην οποία δεν υπήρχε πλέον ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Σε πολλές ευρωπαϊκές και ασιατικές χώρες βρήκε το σύστημα αυτό οπαδούς και δεν ήσαν τότε λίγοι οι οικονομικοί επιστήμονες, που θεωρούσαν ότι η πλήρη επικράτησή του ήταν πλέον υπόθεση χρόνου.
Τις προοπτικές της πραγματοποίησης της ελπίδας αυτής, την επιτάχυνε και η παγκόσμια χρηματοοικονομική και η πραγματική οικονομική κρίση, πού ξέσπασε στα τέλη της δεκαετηρίδας του 1920 και στις αρχές του 1930, και την εντατικοποίησε και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, που επακολούθησε στα τέλη τις δεκαετηρίδας του 1930.
Οι αισιοδοξίες των Μαρξιστών για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος είχαν φτάσει μάλιστα, στο τέλος του 2. παγκόσμιου πόλεμου, στο κατακόρυφο.
Όπως σήμερα γνωρίζουμε, αυτό όχι μόνον δεν συνέβη, αλλά τουναντίον ζήσαμε στις ημέρες μας, δηλαδή στα τέλη της δεκαετηρίδας του 1980, την κατάρρευση όχι του καπιταλιστικού, αλλά του σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος.
Το ερώτημα όμως, παρόλη τη μέχρι τώρα νίκη του καπιταλιστικού συστήματος, παραμένει: τι προκάλεσε την τότε αλλά και την σημερινή οικονομική κρίση?
Όπως και τότε έτσι και σήμερα την κρίση τη προκάλεσε πρωτίστως το χρηματοοικονομικό, δηλαδή το τραπεζιτικό σύστημα.
Και για να γίνει αυτό αντιληπτό, θα αναφερθώ εν συντομία και κάπως γενικά στην αποστολή και στη λειτουργία του τραπεζιτικού συστήματος στα πλαίσια της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς.
Οι εμπορικές τράπεζες ήσαν και είναι πάντοτε χρηματοοικονομικοί οργανισμοί που αναλαμβάνουν την υποχρέωση και συγχρόνως και την ευθύνη, όχι μόνον να αναπαράγουν χρήμα, αλλά και να διευκολύνουν συνεχώς την κίνηση και την ανακατανομή του χρήματος μέσα στις πραγματικές Οικονομίες.
Για να μπορέσουν όμως οι τράπεζες να διεκπεραιώσουν αυτή την αποστολή και λειτουργία τους, πρέπει να είναι σε θέση να εμπνέουν πάντοτε εμπιστοσύνη, δηλαδή να είναι σε θέση να κερδίζουν συνεχώς την εμπιστοσύνη όλων εκείνων, που θέλουν για ένα χρονικό διάστημα να αποταμιεύσουν τα χρήματά τους, που προς το παρών, για οποιουσδήποτε λόγους, δεν θέλουν να καταναλώσουν ή να επενδύσουν οι ίδιοι.
Οι καταθέτες πρέπει όμως να πειστούν, ότι οι καταθέσεις τους στις Τράπεζες, αφενός μεν είναι ασφαλείς, και έτσι μπορούν ανά πάσα στιγμή να κάνουν αναλήψεις, και αφετέρου ότι θα έχουν μία σίγουρη αμοιβή, δηλαδή ένα σίγουρο και ικανοποιητικό επιτόκιο, ως αμοιβή για τη προσωρινή παραίτηση τους από την κατανάλωση των χρημάτων τους.
Οι Τράπεζες με τη σειρά τους, δανειοδοτούν τις καταθέσεις αυτές, ως επί το πλείστον σε μακροπρόθεσμους επενδυτικούς σκοπούς. Οι δανειολήπτες επιβαρύνονται όμως με το επιτόκιο που παίρνουν οι καταθέτες, συν τα έξοδα και το κέρδος των Τραπεζών για τις προσφερόμενες υπηρεσίες τους.
Έτσι είναι ευνόητο ότι το επιτόκιο, που πληρώνουν οι δανειολήπτες, πρέπει να είναι υψηλότερο από αυτό που παίρνουν οι καταθέτες. Και για μπορούν οι δανειολήπτες να ανταποκρίνονται σε αυτή τους την υποχρέωση, πρέπει να είναι σε θέση να επενδύουν τα δανειζόμενα χρήματα, σε κερδοφόρες οικονομικές κατευθύνσεις.
Οι Τράπεζες έχουν όμως, για να μπορούν να ανταποκριθούν στην αποστολή τους ένα σημαντικό και πάντοτε υπαρκτό διπλό πρόβλημα, η λύση του οποίου εξασφαλίζει συνεχώς τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη των Τραπεζών.
Το ένα σκέλος του προβλήματος είναι, ότι οι Τράπεζες πρέπει να μπορούν να ελκύουν, όπως αναφέραμε, συνεχώς καταθέτες, οι οποίοι θα τους εμπιστεύονται τα χρήματά τους.
Το άλλο σκέλος είναι, να μπορούν να βρίσκουν συνεχώς έμπιστους και φερέγγυους δανειολήπτες, που να μπορούν, λόγω των κερδοφόρων επενδύσεών τους, να ανταποκρίνονται εγκαίρως στη πληρωμή του τοκοχρεολυσίου τους.
Έτσι αν συμβαίνει αυτό, και με την ανάλογη οικονομική και κοινωνική πολιτική κατανομής του προερχόμενου εισοδήματος, ευημερούν λίγο ή πολύ όλοι οι άνθρωποι μέσα στις Κοινωνίες.
Η επινόηση αυτή των Τραπεζών, να παίρνουν τα χρήματα από τους καταθέτες, που για ένα χρονικό διάστημα δεν θέλουν να τα καταναλώσουν ή να τα επενδύσουν οι ίδιοι, και να τα δανειοδοτούν σε αυτούς που έχουν κερδοφόρες επενδυτικές ιδέες, αποτελεί ένα πολύ ωφέλιμο οικονομικό και κοινωνικό αγαθό, διότι δεν ικανοποιεί μόνον τα συμφέροντα των άμεσα συμβαλλομένων, δηλαδή καταθετών, των δανειοληπτών και των Τραπεζών αλλά και όλων των άλλων ανθρώπων μίας κοινωνίας, διότι έτσι βρίσκουν όλοι όσοι το θέλουν εργασία και εισόδημα.
Και αυτό γίνεται, διότι το χρήμα δεν μένει στάσιμο, δηλαδή ανεκμετάλλευτο, μέσα στην πραγματική Οικονομία, αλλά είναι συνεχόμενα δημιουργικό, διότι χρηματοδοτεί ακατάπαυτα καταναλωτικές ή επενδυτικές και οικονομικά συμφέρουσες και τελικά κοινωνικά ωφέλιμες δραστηριότητες.
Αυτές οι δραστηριότητες δημιουργούν την οικονομική ανάπτυξη με τη συνεχή δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, νέων προϊόντων, νέων παραγωγικών και οργανωτικών μεθόδων κ.τ.λ.
Και αυτές οι οικονομικές δραστηριότητες φέρνουν τελικά την αύξηση του εθνικού προϊόντος, που είναι η προϋπόθεση για τη κοινωνική ευημερία, αν επακολουθεί βέβαια και μία ανάλογη κατανομή του.
Όλα αυτά πιστεύω ότι ακούγονται καλά και είναι κατά τη γνώμη μου και σχετικά ευνόητα. Το ερώτημα όμως είναι, που μπερδεύεται αυτή η διαδικασία και κατά διαστήματα αντί να έχουμε οικονομική ανάπτυξη, αντί να δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και αντί να απολαμβάνουμε οικονομική και κοινωνική ευημερία, να μας έρχονται οι οικονομικές κρίσεις με ανεργία και φτώχια;
Όπως από την μέχρι τώρα παρουσίαση μου άφησα να εννοηθεί, το πρόβλημα πρέπει να προκύπτει μέσα στις Τράπεζες και να δημιουργείται και από τις τράπεζες. Αυτό συμβαίνει, αν αυτές δεν αναγκαστούν από την πολιτική της πολιτείας να είναι πάντα συνεπείς με την αποστολή τους.
2. Αιτίες
Η παγκόσμια χρηματοοικονομική και η πραγματική οικονομική κρίση του περασμένου αιώνα που αναφέρθηκα, προήλθε από το γεγονός, ότι η ισορροπία προσφοράς και ζήτησης μεταξύ καταθετών και δανειοληπτών ταράχθηκε. Η ισορροπία αυτή όμως είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει το τραπεζιτικό σύστημα.
Η ανισορροπία όμως μπορεί να προέλθει και από φήμες, που μπορεί να μη είναι μεν αλήθεια, αλλά να έχουν σαν συνέπεια να πανικοβληθούν οι καταθέτες και να θελήσουν να σηκώσουν όλοι με μιας τις καταθέσεις τους. Έτσι μπορεί να καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα στο σύνολό του χωρίς να φταίει το ίδιο.
Όπως όμως γνωρίζουμε από τη λαϊκή παροιμία „όπου υπάρχει καπνός εκεί πρέπει να υπάρχει και φωτιά“ κάτι τέτοιο συμβαίνει συνήθως και με τις φήμες γύρω από τις Τράπεζες.
Όπου υπάρχουν φήμες για κακή διαχείριση μίας Τράπεζας, εκεί υπάρχει και κάποια δόση αλήθειας.
Από που όμως μπορεί να προέλθει αυτό; Οι Τράπεζες προσπαθούν, όπως ελέχθη, για να διαθέσουν τις καταθέσεις των πελατών τους, να βρουν δανειολήπτες επενδυτές, πού να τους φέρνουν τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη.
Αυτό είναι θεμιτό και καλό, αν συνοδεύεται συγχρόνως και με τη προσπάθεια ελαχιστοποίησης της διακινδύνευσης των δανείων.
Η προσπάθεια αυτή εξαρτάται όμως, αν και κατά πόσον οι τραπεζίτες και οι λαμβάνοντες τις αποφάσεις δανειοδότησης, έχουν απεριόριστη υπευθυνότητα για τις συνέπειες των αποφάσεών τους. Δηλαδή πρέπει να ισχύει „όποιος έχει την ωφέλεια πρέπει να έχει και τη ζημιά„ .
Αν αυτό πράγματι ισχύει, τότε είναι δύσκολο να παρασυρθούν οι τραπεζίτες και να δώσουν δάνεια μεγάλης διακινδύνευσης, τα οποία τελικά αντί για κέρδη να τους φέρουν απώλειες, που να ξεπερνούν τις δυνατότητές της τράπεζας. Γεγονός, που μπορεί ακόμη να οδηγήσει και στη πτώχευση της Τράπεζας.
Εδώ πρέπει να αναφέρω, ότι για τη κατάρρευση του τραπεζιτικού συστήματος στο σύνολό του, δεν χρειάζεται να φταίνε όλες οι Τράπεζες. Αν αυτό όμως συμβεί σε μία ή δύο μεγάλες Τράπεζες, μπορεί να πανικοβάλει όλους τους καταθέτες και να χαθεί έτσι η εμπιστοσύνη σε όλο το τραπεζιτικό σύστημα.
Αυτό συνέβη περίπου και στη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του περασμένου αιώνα, η οποία προήλθε από μία μερικώς ενδογενή κατάρρευση του Τραπεζιτικού συστήματος.
Η τότε παγκόσμια οικονομική κρίση είχε σαν συνέπεια, εκατομμύρια εργαζόμενοι να χάσουν όχι μόνον τα χρήματά τους, αλλά και τη δουλειά τους, και έφερε φτώχια και εξαθλίωση σε εκατομμύρια ανθρώπους. Στη Γερμανία έφερε μάλιστα τον Χίτλερ, με όλα τα επακόλουθα που γνωρίζουμε.
Η τρομερή και καταστρεπτική κρίση αυτή, είχε όμως και ένα θετικό αποτέλεσμα. Δεν είχε βέβαια την τελική κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος, που περίμεναν οι Μαρξιστές, έφερε όμως μία πολύ σημαντική για τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος μεταρρύθμιση.
Ο άγγλος οικονομολόγος Keynes προβληματισμένος από την οικονομική κρίση, αναθεώρησε την λεγόμενη κλασσική οικονομική θεωρεία της ελεύθερης αγοράς.
Τα οικονομικοκοινωνικά συμπεράσματά του, τα οποία μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο υλοποιήθηκαν σε όλο το λεγόμενο δυτικό κόσμο, συνέβαλαν κατά τη γνώμη μου σημαντικά στην επιβίωση τού καπιταλιστικού συστήματος.
Κατά τον Keynes, η τότε κρίση μας δίδαξε, ότι τη διαδικασία της προσφοράς και ζήτησης στις αγορές όχι μόνον του χρήματος, αλλά και όλων των οικονομικών αγαθών, συμπεριλαμβανομένου ιδιαίτερα και την αγορά εργασίας, δεν πρέπει να αφήνεται μόνο στη λειτουργία των μηχανισμών της αγοράς.
Οι ισορροπίες στις αγορές, που πραγματοποιούνται μόνον από τη λειτουργία των μηχανισμών των τιμών, των επιτοκίων και των μισθών, είναι κατά τον Keynes μάλλον η εξαίρεση και όχι ο κανών.
Σαν κανόνα το πίστευαν μέχρι τότε σχεδόν όλοι οι μη Μαρξιστές οικονομολόγοι, συμπεριλαμβανόμενου ακόμη και του Keynes. Η εμπειρία με τη λειτουργία του συστήματος της αγοράς, αλλά και η τότε παγκόσμια οικονομική κρίση μας δίδαξαν, ότι οι ανισορροπίες των αγορών, είναι όχι η εξαίρεση αλλά ο κανών.
Και μάλιστα από την ανισορροπία του τραπεζιτικού συστήματος, που δεν πλήττονται μόνον οι άμεσα συμβαλλόμενοι, δηλαδή οι καταθέτες, οι δανειολήπτες και οι Τράπεζες, αλλά όλη η οικονομία και τελικά όλη η κοινωνία, έβγαλε ο Keynes το συμπέρασμα, ότι δεν πρέπει να αφήνουν οι κοινωνίες και οι κυβερνήσεις τους τη λειτουργία του τραπεζιτικού συστήματος μόνον στο έλεος των μηχανισμών της αγοράς.
Αυτό το είναι το αξιοσημείωτο και βαρυσήμαντο συμπέρασμα που έβγαλε ο Keynes από την τότε παγκόσμια οικονομική κρίση.
Για αυτό για την ασφάλεια και για την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης στο τραπεζιτικό σύστημα, προτάθηκαν και ελήφθησαν διαχρονικά τα ακόλουθα σημαντικά μεταρρυθμιστικά μέτρα:
Πρώτον, οι Τράπεζες πρέπει να έχουν ένα σημαντικό ποσοστό ίδιου κεφαλαίου σε σχέση με τις καταθέσεις που έχουν.
Δεύτερον, ένα ποσοστό το καταθέσεων δεν πρέπει να δανειοδοτείται, αλλά οφείλει να υπάρχει συνεχώς στα ταμεία των Τραπεζών, ώστε να διεκπεραιώνονται ικανοποιητικά οι αναλήψεις των καταθετών.
Τρίτον, ιδρύθηκε ένα ασφαλιστικό ταμείο, που χρηματοδοτείται από τις Τράπεζες, ώστε να είναι εγγυημένο ανά πάσα στιγμή ένα σχετικά μεγάλο ποσοστό των καταθέσεων.
Τέταρτο, δημιουργήθηκε μία κρατική υπηρεσία ελέγχου των εμπορικών Τραπεζών, που σε συνεργασία με την Κεντρική Τράπεζα, φροντίζουν για τον έλεγχο και την ικανοποιητική λειτουργία του Τραπεζιτικού Συστήματος.
Και πέμπτον, το κράτος αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη, να εγγυάται την ομαλή λειτουργία του χρηματοοικονομικού συστήματος και σε περίπτωση ανάγκης μάλιστα να εγγυάται ακόμη και τις καταθέσεις, αναβαθμίζοντας και σταθεροποιώντας έτσι την εμπιστοσύνη των πολιτών στις Τράπεζες.
Όλα αυτά τα μέτρα, ρυθμίσεις και επεμβάσεις οδήγησαν πράγματι, ώστε μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μέχρι το 2008 να μη υπάρξουν αξιοσημείωτες πτωχεύσεις Τραπεζών, που να συγκλόνιζαν την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζιτικό σύστημα.
Γιατί όμως φτάσαμε ξαφνικά το 2008 στη χρηματοοικονομική κρίση, που διαβιώνουμε σήμερα; Τι δεν πήγε καλά και δεν λειτούργησαν όλες αυτές οι ασφαλιστικές δικλίδες που αναφέραμε;
Οι Μαρξιστές θα μας πουν και πάλι, ότι έφτασε πλέον το τέλος του Καπιταλισμού, που είναι συνέπεια της κυριαρχούσας ατομικής ιδιοκτησίας επί των παραγωγικών μέσων και της αντικοινωνικής του λειτουργίας.
Νομίζω και προβλέπω, πως και πάλι θα απογοητευθούν. Διότι η κρίση δεν προήλθε από αδιέξοδους του συστήματος της αγοράς, αλλά από την παράβλεψη ορισμένων απαραιτήτων βασικών θεσμών και κανόνων του συστήματος της ελεύθερης αγοράς.
Η σύνδεση π.χ. ενός μεγάλου μέρους των αμοιβών των διευθύνων Μάνατζερ με τα κέρδη, χωρίς όμως και την ανάλογη συμμετοχή τους στις ζημιές, τους ενεθάρρυνε να παίρνουν αποφάσεις μεγάλης διακινδύνευσης.
Αυτή η δυστυχώς ακόμη ισχύουσα κατάσταση είναι μία μεγάλη παραβίαση ενός σημαντικού θεσμού του συστήματος της ελεύθερης αγοράς και είναι μία από τις κύριες αιτίες της σημερινής οικονομικής κρίσης.
Αυτό βέβαια, τους το επέτρεψε και τους το διευκόλυνε η πολιτική ηγεσία, με την ελλιπή και κακή πολιτική ρύθμιση, επίβλεψη και έλεγχο της λειτουργίας του συστήματος της αγοράς.
Τι συνέβη λοιπόν συγκεκριμένα στη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος στα τελευταία 30 χρόνια, που μας έφερε στη σημερινή κρίση;
Όπως ανάφερα προηγουμένως, η συμβουλή της Κεϋνσιανικής θεώρησης ήταν και συνεχίζει να είναι, ότι το κράτος, δηλαδή οι κυβερνήσεις των κρατών, πρέπει να παρεμβαίνουν στη διαδικασία λειτουργίας της αγοράς, όταν οι μηχανισμοί της προσφοράς και ζήτησης, που ορίζουν τις τιμές των αγαθών, που διαμορφώνουν το ύψος των μισθών και των επιτοκίων μέσα στη πραγματική Οικονομία, για διάφορους και ποικίλους λόγους, δεν λειτουργούν πάντοτε, ώστε έτσι να δημιουργούνται ανισορροπίες σε αυτές τις αγορές, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται όχι μόνον συγκυριακές αλλά και διαρθρωτικές οικονομικές κρίσεις.
Το κράτος λοιπόν, κατά τη θεωρία αυτή, πρέπει να είναι από δημοσιοοικονομικής πλευράς σε θέση, να ασκεί συνεχώς μία αντίκυκλική οικονομική πολιτική και να έχει έτσι μία ανάλογη επιρροή στην εκάστοτε οικονομική συγκυρία.
Ο σκοπός του είδους αυτού της δημοσιοοικονομικής πολιτικής είναι να επηρεάζεται η συνολική ζήτηση του χρήματος, η ζήτηση των αγαθών και η ζήτηση του εργατικού δυναμικού έτσι, ώστε να επιτυγχάνεται συνεχώς πλήρης απασχόληση όλων των παραγωγικών συντελεστών της Οικονομίας και ιδιαίτερα του εργατικού δυναμικού.
Αυτές οι πολιτικές εφαρμόστηκαν στο λεγόμενο δυτικό καπιταλιστικό κόσμο με ικανοποιητική επιτυχία, σχεδόν μέχρι τα τέλη της δεκαετηρίδας του 1970.
Στη Γερμανία μάλιστα, δημιουργήθηκε μετά το πόλεμο μία ιδιαίτερα πρωτότυπη και πολύ πετυχημένη παραλλαγή του συστήματος της αγοράς, που δημιούργησε το λεγόμενο γερμανικό οικονομικό θαύμα, και ονομάστηκε «Soziale Marktwirtschaft“, δηλαδή „ελεύθερη αγορά με κοινωνικό πρόσωπο“.
Και όταν λεω Ικανοποιητική επιτυχία του συστήματος, εννοώ υψηλά ποσοστά αύξησης του πραγματικού κατά κεφαλή εθνικού προϊόντος, σχεδόν ανύπαρκτη ανεργία, σχεδόν ανύπαρκτος πληθωρισμός και μία ικανοποιητική οικονομική ευημερία και κοινωνική ασφάλεια σε πλατιές λαϊκές μάζες.
Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ όχι μόνον στην ιστορία της Ευρώπης, αλλά ακόμη και σε όλο τον κόσμο, τουλάχιστον στο μέγεθος αυτό.
Στα τέλη της δεκαετηρίδας του 1970 άρχισαν δυστυχώς να κάνουν την εμφάνιση τους όχι μόνον στην Ευρώπη, αλλά παγκοσμίως, ιδιαίτερα στις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες, χαμηλά ποσοστά αύξησης του εθνικού προϊόντος, η συνύπαρξη της ανεργίας με πληθωριστικές τάσεις, καθώς και αυξανόμενες δυσκολίες στη χρηματοδότηση των μέχρι τότε ικανοποιητικώς λειτουργούντων ασφαλιστικών κοινωνικών συστημάτων.
Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, που είναι οι φανατικά αντίθετοι της Κεϋνσιανικής θεωρίας, και του γερμανικού μοντέλου, βρήκαν την ευκαιρία να αντεπιτεθούν.
Οι αιτίες για την επιβράδυνση στην οικονομική ανάπτυξη, για την αύξηση της ανεργίας και του πληθωρισμού, για τη συνεχόμενη αύξηση του κρατικού χρέους και για τις αυξανόμενες δυσκολίες στη χρηματοδότηση των κοινωνιών συστημάτων, δημιουργήθηκαν και ξαπλώθηκαν συστηματικά, κατά τη γνώμη των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων, από την υπέρβαση των παρεμβατισμών και των διαστάσεων του λεγόμενου κοινωνικού κράτους.
Το κοινωνικό κράτος λοιπόν, σαν δημιούργημα της εφαρμογής της Κεϋνσιανικής θεωρίας, είχε σαν αποτέλεσμα, κατά τη θεωρία των νεοφιλελεύθερων Οικονομολόγων:
Πρώτον, υπέρογκες και υπερβαίνουσες τις μακροοικονομικές δυνατότητες της Οικονομίας κοινωνικές παροχές,
Δεύτερον, υπέρμετρη και οικονομικώς μη αποδοτική φορολογία,
Τρίτον, συνεχής άμεσους και άσκοπους παρεμβατισμούς στην οικονομική διαδικασία και
Τέταρτον, η εφαρμοσθείσα οικονομική πολιτική ενεθάρρυνε τα συνδικάτα να απαιτούν παράλογες και αντιπαραγωγικές αυξήσεις των μισθών, κάτι που κατά τη γνώμη τους συνέβαλε στην άνοδο της ανεργίας.
Όλα αυτά έγιναν αιτία, ώστε να καταστραφούν σε μεγάλο βαθμό τα κίνητρα για δυναμικές και παραγωγικές οικονομικές δραστηριότητες.
Η αντεπίθεση αυτή δεν άργησε να βρει θετική απήχηση στους πολιτικούς. Ο Ρέιγκαν στις ΗΠΑ, η Θάτσερ στην Μεγάλη Βρετανία, ο Σιράκ στη Γαλλία, λιγότερο ο Κόλ αλλά περισσότερο ο Σρέντερ στη Γερμανία, αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το λεγόμενο σύμφωνο σταθερότητας, άρχισαν να εφαρμόζουν πιστά την απαίτηση των φιλελευθέρων οικονομολόγων, δηλαδή την απελευθέρωση των αγορών από τις, κατά την αντίληψή τους, αντιπαραγωγικές κρατικές παρεμβάσεις.
Η απελευθέρωση των αγορών πραγματοποιήθηκε με γρήγορους ρυθμούς σε μεγάλο βαθμό τα τελευταία χρόνια, και οδήγησε πράγματι και πάλι σε μία ικανοποιητική αύξηση των κατά κεφαλή ακαθάριστων εθνικών προϊόντων, αύξησε υπέρμετρα τα κέρδη των επιχειρήσεων, μείωσε τον ρυθμό αύξηση της ανεργίας και τον πληθωρισμό, περιόρισε κάπως την αύξηση του δημόσιου χρέους και προ παντός απελευθέρωσε τις χρηματαγορές από την αυστηρή επιτήρηση του κράτους.
Τα θετικά αυτά μακροοικονομικά αποτελέσματα, είχαν όμως και δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις, διότι δημιούργησαν συγχρόνως και μία ανακατανομή των εισοδημάτων σε βάρος των χαμηλόμισθων στρωμάτων της Κοινωνίας.
Με άλλα λόγια, παρόλη την ικανοποιητική αύξηση των ακαθάριστων κατά κεφαλή εισοδημάτων, οι πλούσιοι έγιναν απόλυτα και σχετικά πλουσιότεροι και οι φτωχοί απόλυτα και σχετικά φτωχότεροι.
Στη Γερμανία και μόνον π.χ. μειώθηκε το ποσοστό των μισθών επί του εθνικού εισοδήματος από το 74% στο 67%. Ανάλογα αυξήθηκε από το άλλο μέρος το ποσοστό των κερδών και του εισοδήματος από περιουσιακά στοιχεία, από 26% στο 33%.
Όλες αυτές οι εξελίξεις άρχισαν να προβληματίζουν τις Κοινωνίες και μάλιστα να κλονίζουν αισθητά την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα τους.
Μέσα σε αυτούς τους προβληματισμούς και μέσα σε αυτή την κοινωνικά αρνητική οικονομικοκοινωνική συγκυρία, που άνοιξε τη ψαλίδα μεταξύ πλουσίων και φτωχών εις βάρος των φτωχών, ξέσπασε και η χρηματοοικονομική και στη συνέχεια η κρίση στη πραγματική Οικονομία, που στη τελική της εξέλιξη θα χτυπήσει ακόμη περισσότερο τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.
Η χρηματοοικονομική κρίση είναι κατά τη γνώμη μου πρωτίστως προϊόν της απελευθέρωσης των χρηματαγορών από κρατικούς παρεμβατισμούς και στη συνέχεια η αδυναμία των κρατών (Κυβερνήσεων) να ελέγξουν τις εξελίξεις της απελευθέρωσης.
Το κακό ξεκίνησε από τις ΗΠΑ και από τη μεγάλη Βρετανία. Η φιλελευθεροποίηση των χρηματαγορών, ξεκίνησε με το θεωρητικό επιχείρημα, ότι όλα τα μέτρα προστασίας και ελέγχων του τραπεζιτικού συστήματος, είχε σαν αποτέλεσμα να έχει για μεν τους καταθέτες χαμηλά, για δε τους δανειολήπτες υψηλά επιτόκια.
Αυτό αποσταθεροποίησε κατά τη γνώμη τους την αγορά του χρήματος, μείωσε τις επενδύσεις, την απασχόληση και γενικά την ικανοποιητική αύξηση της διεθνούς παραγωγής και του διεθνούς εμπορίου.
Για αυτό γεννήθηκε η ιδέα και δόθηκε η ελευθερία να δημιουργηθούν οι λεγόμενες επενδυτικές Τράπεζες (investment bank).
Αυτές έχουν μεν το συνθετικό όνομα τράπεζα, αλλά στη κυριολεξία δεν είναι οι παραδοσιακές Τράπεζες, που υπόκεινται στα μέτρα προστασίας και ελέγχου του κράτους. Έχουν βέβαια όλα τα δικαιώματα των τραπεζών, χωρίς όμως να έχουν και τις ανάλογες από το νόμο απαιτούμενες υποχρεώσεις.
Έτσι είναι σε θέση, αφού δεν επιβαρύνονται με τα έξοδα του παρεμβατισμού και της προστασίας των καταθέσεων, να δανειοδοτούν φτηνότερα και να δίνουν στους καταθέτες τους ψηλότερα επιτόκια.
Και αφού μάλιστα οι μάνατζερ τους έχουν μονομερώς τις ευθύνες των επιπτώσεων των συναλλαγών τους, δηλαδή σε περίπτωση κερδών έχουν συμμετοχή χωρίς όμως να συμμετέχουν στις απώλειες, παρασύρονται να παίρνουν αποφάσεις μεγάλης διακινδύνευσης. Αυτές μπορούν μεν να φέρουν μεγάλα κέρδη, ένα μέρος των οποίων απολαμβάνουν οι ίδιοι, αλλά και μεγάλες απώλειες που θα τις υποστούν οι πελάτες τους και όχι μόνον. Και αυτό τελικά έγινε.
Οι τελείως ελεύθερες αυτές δραστηριότητες των λεγόμενων τραπεζών επενδύσεων, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και στη μεγάλη Βρετανία, ανέβασε και την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των κρατών σε ότι αφορά τις απορυθμίσεις που αφορούν τον τραπεζιτικό τομέα.
Για να ελκύσουν ιδιαίτερα τις επενδυτικές τράπεζες, άρχισαν τα κράτη να περιορίζουν συνεχώς τις ρυθμίσεις προστασίας των καταθετών και να μειώνουν φαινομενικά τα έξοδα διακίνησης του χρήματος.
Αυτό οδήγησε, ώστε και οι κανονικές παραδοσιακές τράπεζες, ίδρυαν θυγατρικά υποκαταστήματα σε εκείνες τις χώρες, που είχαν τα λιγότερα έξοδα ρυθμίσεων και προστατευτισμού. Έτσι μπορούσαν να αποφεύγουν τις ρυθμίσεις και τους προστατευτικούς για τους καταθέτες περιορισμούς των χωρών τους και προφανώς το κόστος του χρήματος.
Μία σημαντική προσπάθεια του προέδρου Μπους για να κερδίσει τις δεύτερες εκλογές, ήταν η υπόσχεσή του, ότι κάθε αμερικανός πρέπει να αποκτήσει δική του κατοικία.
Αφού κέρδισε τις εκλογές και σε συνεργασία με την ομοσπονδιακή κεντρική τράπεζα, που μείωσε τα πραγματικά επιτόκια δανείων στις εμπορικές Τράπεζες σχεδόν στο μηδέν, δόθηκαν άφθονα δάνεια σε όλους, που ήθελαν να αποκτήσουν κατοικία με τη μοναδική ασφάλεια του δανείου, την αγοραστική αξία του ακινήτου.
Η τεράστια ζήτηση ακινήτων και συνεπώς χρήματος, είχε σαν συνέπεια να ανεβαίνουν τα επιτόκια αλλά συγχρόνως και οι τιμές των ακινήτων. Και τα δύο συνέβαλαν ώστε να ελκύονται συνεχώς καταθέτες από όλο τον κόσμο, αλλά και συγχρόνως δανειολήπτες και αγοραστές ακινήτων.
Αυτή η ανεξέλεγκτη πλέον εξέλιξη, συνεχίστηκε μέχρι που άρχισαν οι πρώτοι να μη μπορούν να ανταποκριθούν στη πληρωμή των τοκοχρεολυσίων και αυτό οδήγησε ώστε να σπάσει η συνεχώς διογκούμενη οικοδομική φούσκα.
Η κατάρρευση ήταν ραγδαία, διότι συνοδεύτηκε και από τον πανικό των καταθετών, ώστε άρχισαν να κινδυνεύουν ακόμη και αυτές οι τράπεζες, που δεν συμμετείχαν σε αυτό το κερδοσκοπικό παιχνίδι.
Και έτσι αφού σταμάτησε απότομα η διακίνηση του χρήματος, δεν άργησαν να φανούν οι επιπτώσεις και στον πραγματικό τομέα της Οικονομίας. Έτσι περάσαμε από τη χρηματοοικονομική στη γενική και πραγματική οικονομική κρίση.
3. Επιπτώσεις
Το κόστος αυτής της οικονομικής κρίσης, αν τελικά ξεπεραστεί, υπολογίζεται, ότι θα ανέλθει στα οκτώ με δέκα τρισεκατομμύρια €. Είναι περίπου 4 φορές το ετήσιο ακαθάριστο εθνικό εισόδημα της Γερμανίας.
Το κόστος αυτό θα το πληρώσουν οι καταθέτες, που θα χάσουν και ήδη έχασαν ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων τους, όλοι οι φορολογούμενοι, που θα πληρώνουν για αρκετά χρόνια τα αναγκαία γι αυτό κρατικά δάνεια και τις κρατικές χρηματοδοτήσεις διάσωσης του συστήματος, όσοι θα μείνουν άνεργοι και οι οικογένειές τους και τέλος οι πολλές μικρομεσαίες και βιοτεχνικές επιχειρήσεις, που λόγω δυσκολιών στη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους και της μεγάλης πτώσης της ζήτησης στην αγορά των προσφερομένων αγαθών και υπηρεσιών τους, θα διακινδυνεύσουν ακόμη και την ύπαρξή τους.
Οι κερδισμένοι είναι πρώτον οι Μάνατζερ, που στις εποχές των παχιών αγελάδων απολαμβάνανε τους παχυλούς μισθούς και τα επί πλέον, τα λεγόμενα Μπόνους, από τα κέρδη, δεύτερον όσοι ήσαν τυχεροί και κατόρθωσαν εγκαίρως να εγκαταλείψουν το βυθιζόμενο πλοίο και να πάρουν τουλάχιστον ένα μέρος των χρημάτων τους, τρίτον όσοι έχουν την οικονομική άνεση και μπορούν να περιμένουν την ανάρρωση από την κρίση και τέταρτον όσοι απόλαυσαν καταναλωτικά δάνεια δια μέσου των πιστωτικών τους καρτών.
Οι ηθικά υπεύθυνοι για αυτή τη κρίση είναι πρωτίστως οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, που πίστεψαν και εξακολουθούν να πιστεύουν τυφλά στους αυτόματους μηχανισμούς της αγοράς και κήρυτταν και κηρύττουν συνεχώς την θετική λειτουργία τους, για την ευημερία όλης της κοινωνίας. Η σημερινή κρίση δυστυχώς δεν τους επαληθεύει.
Πολιτικά και ηθικά υπεύθυνοι είναι όλοι εκείνοι οι πολιτικοί, που πίστεψαν στις ιδέες των νεοφιλελεύθερων οικονομολόγων και τις εφάρμοσαν πιστά και τυφλά στις οικονομικές πολιτικές τους.
Τα αποτελέσματα αυτών των οικονομικών πολιτικών, τα ζούμε σήμερα και εύχομαι να μη τα ζήσουμε ακόμη πολύ χειρότερα. Κάτι, που κατά τη γνώμη μου, στο απώτερο μέλλον μάλλον δεν θα το αποφύγουμε.
4. Διάρκεια
Για να μπορέσει κανείς να κάνει μία πρόγνωση σχετικά με τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, που αυτή τη στιγμή πλήττει την παγκόσμια οικονομία, πρέπει να είναι σε θέση να κάνει μία επιστημονική πρόγνωση.
Δυστυχώς αυτό είναι αδύνατο να γίνει αποτελεσματικά, διότι επιστημονικές προγνώσεις, γύρω από τις κοινωνικές εξελίξεις δεν είναι δυνατές. Και αυτοί που το επιχειρούν ή πρέπει να είναι μάγοι, ή τσαρλατάνοι, ή νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι.
Αυτό όμως που μπορεί να επιχειρήσει κανείς, είναι η λεγόμενη πρόγνωση, που υπόκειται σε όρους. Αυτή ονομάζουμε συνήθως επιστημονική πρόγνωση. Και σε μία τέτοια θέλω να αναφερθώ στο τέλος της ομιλίας μου.
Η διάρκεια της οικονομικής κρίσης θα εξαρτηθεί από την ταχύτητα των πολιτικών μέτρων και αποφάσεων που θα ληφθούν άμεσα.
Ποία μπορεί να είναι αυτά: Αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή είναι να σωθεί το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Χωρίς την ομαλή και εμπνέουσα εμπιστοσύνη επαναλειτουργία του, θα καταρρεύσουν μαζί του και οι αγορές όλων των αγαθών και υπηρεσιών και το χειρότερο η αγορά της εργασίας.
Η σημασία της λειτουργίας και κυκλοφορίας του χρήματος μέσα στην οικονομία, είναι περίπου όπως αυτή του λαδιού μέσα στη μηχανή του αυτοκινήτου. Χωρίς την αναπαραγωγή και διακίνηση του χρήματος δεν λειτουργεί καμία πραγματική Οικονομία.
Γι’ αυτό τα δισεκατομμύρια κρατικές εγγυήσεις, που δόθηκαν και δίνονται σχεδόν από όλα τα κράτη στο τραπεζιτικό σύστημα, είναι δυστυχώς ένα αναγκαίο κακόν.
Χωρίς αμφισβήτηση η πολιτική αυτή των εγγυήσεων ή ακόμη και η προσωρινή κρατικοποίηση των τραπεζών δεν έχει κατά τη γνώμη μου δυστυχώς καμία άλλη εναλλακτική λύση.
Πρέπει με πάση θυσία να αποκατασταθεί και πάλι η εμπιστοσύνη πρώτον των τραπεζών μεταξύ τους και δεύτερον των πολιτών έναντι στο τραπεζιτικό σύστημα. Μία τυχών κατάρρευσή του θα είναι οδυνηρή για εκατομμύρια ανθρώπους.
Για να ανακάμψουν όμως συγχρόνως και πάλι οι πραγματικές οικονομίες από την ήδη εμφανή και αισθητή συρρίκνωση τους και για να αποφευχθεί μία υπέρμετρη άνοδος της ανεργίας και μαζί της μία μεγάλη πτώση της παραγωγικής διαδικασίας, χρειάζονται τολμηρές επενδύσεις.
Κάτω όμως από τις σημερινές συνθήκες μεγάλης οικονομικής κρίσης, είναι ευνόητο, ότι ο ιδιωτικός τομέας είναι άτολμος, παρόλο που υπάρχουν και με τη βοήθεια της νομισματικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πολύ χαμηλά επιτόκια, να προβεί σε τέτοιου είδους επενδυτικές δραστηριότητες.
Έτσι την ευθύνη την έχει και εδώ ο δημόσιος τομέας. Μία γρήγορη ανάκαμψη της παγκόσμιας αλλά και της ευρωπαϊκής οικονομίας, θα εξαρτηθεί πρώτον από την τόλμη που θα έχουν οι κυβερνήσεις να προβούν σε μεγάλες επενδύσεις στον τομέα των υποδομών και δεύτερον από την ταχύτητα εφαρμογής των αποφάσεων τους.
Οι μέχρι τώρα δραστηριότητες στις ΗΠΑ και στην Κίνα είναι ενθαρρυντικές λιγότερο ενθαρρυντικές είναι οι ενέργειες στην Ευρώπη.
Το ίδιο ισχύει και για τις αυστηρές ρυθμίσεις του χρηματοοικονομικού συστήματος, που πρέπει να παρθούν αμέσως, και που θα συντονίζουν στο μέλλον τις αναγκαίες κρατικές επεμβάσεις σε ευρωπαϊκό αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο.
Έτσι θα ελαχιστοποιείται ο κίνδυνος για ασύδοτες κερδοσκοπικές δραστηριότητες και θα προλαμβάνονται δυσμενής και οδυνηρές εξελίξεις στον χρηματοοικονομικό τομέα σαν τις αυτές που βιώνουμε σήμερα.
Παρόλο που άρχισαν οι πολιτικές δραστηριότητες, βέβαια κάτω από την πίεση της κρίσης, αμέσως, και φάνηκε στην αρχή, πως συμφωνούν όλοι, ότι είναι αναγκαίοι διεθνείς ελεγκτικοί και συντονιστικοί οργανισμοί, δεν άργησαν να φανούν τις τελευταίες ημέρες και οι πρώτες αντιρρήσεις.
Αν δεν ξεπεραστούν γρήγορα οι διαφωνίες και δεν αποφασισθούν και δεν ιδρυθούν σε μικρό χρονικό διάστημα οι απαιτούμενες θεσμικές αλλαγές, αυτό τότε θα συμβάλει αρνητικά στην ταχύτητα αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στο χρηματοοικονομικό σύστημα και έτσι θα παρατείνει τη διάρκεια της κρίσης.
Δυστυχώς στο σημείο αυτό, ότι αφορά την Ευρώπη τουλάχιστον, είμαι λίγο απαισιόδοξος.
Ελπίζω να μη σας κούρασα και ελπίζω να σας πληροφόρησα κάπως γύρω από αυτό που λέμε χρηματοοικονομική και οικονομική κρίση.
Είμαι στη διάθεσή σας, όσο μας το επιτρέπει ο χρόνος, για ερωτήσεις, επικρίσεις, και αντιρρήσεις.
Ευχαριστώ για τη προσοχή σας και υπομονή σας.