Τα αμιγή ελληνικά σχολεία στη Γερμανία χάνουν με την πάροδο του χρόνου την αποδοτικότητά τους
της Διαμαντένιας Ριμπά
Τα αμιγή ελληνικά σχολεία στη Γερμανία χάνουν με την πάροδο του χρόνου την αποδοτικότητά τους και δεν εξυπηρετούν πλέον τους σκοπούς για τους οποίους δημιουργήθηκαν στις αρχές τις δεκαετίας του ’80. Σε αυτό το γενικό συμπέρασμα καταλήγει μία νέα έρευνα, που διεξήχθη στο πλαίσιο του Προγράμματος Παιδείας Ομογενών, με συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) και του Υπουργείου Παιδείας.
Διευθυντής του Προγράμματος, εδώ και μία δεκαετία, είναι ο Μιχάλης Δαμανάκης, καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Η έρευνα εστιάζει στη λειτουργία των αμιγών ελληνικών σχολείων στη χώρα αυτή της Ε.Ε. και ιδιαίτερα στη μετέπειτα πορεία των αποφοίτων τους.
“Τα αποτελέσματα της έρευνας, που δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς τον καταλυτικό ρόλο της πρώην ειδικής γραμματέως του Υπουργείου Παιδείας, Ισμήνης Κριάρη, πρέπει να τα δούμε ως ένα από τα στοιχεία, τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη σε μια συζήτηση που θα πρέπει να γίνει σχετικά με την ελληνόγλωσση εκπαίδευση στη Γερμανία, γενικότερα”, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Δαμανάκης.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα την έρευνα, που δεν είναι η πρώτη- και αυτό συμβάλει ουσιαστικά στη μελέτη της εξέλιξης της ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης στη Γερμανία- ο κ. Δαμανάκης μας υπενθυμίζει ότι η ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία καταγράφει ήδη μισό αιώνα ιστορίας. Μία μετανάστευση που σήμερα έχει εξελιχθεί σε μία από τις τελευταίες, αλλά μόνιμες πλέον, διασπορές της Ελλάδας ανά τον κόσμο.
Τα δεδομένα σαφώς έχουν αλλάξει. Από το 1958, έτος κατά το οποίο είχαν εισέλθει στη Γερμανία 1.510 Έλληνες μετανάστες- σύμφωνα με τις επίσημες γερμανικές στατιστικές- σήμερα, ο αριθμός των Ελλήνων ξεπερνά τις 300.000. Από αυτούς, το 41% ζουν περισσότερο από 30 χρόνια στη χώρα, οι μικτοί γάμοι αυξάνονται συνεχώς, έχουν αυξηθεί οι επιχειρήσεις ελληνικού ενδιαφέροντος, ενώ η Ελλάδα, που κάποτε “έδιωχνε” τα παιδιά της, σήμερα είναι ισότιμο μέλλος της Ε.Ε. Συνεπώς, τονίζει ο Έλληνας καθηγητής, οι όποιες πολιτικές δεν πρέπει να αγνοούν το γεγονός της μόνιμης και συνεχούς παρουσίας των Ελλήνων στη Γερμανία.
“Η μεσολάβηση της χούντας και οι συνακόλουθες πολιτικές και κοινωνικές δυναμικές οδήγησαν τότε ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων της Γερμανίας να “μετακινηθούν” από τη λογική της προσωρινότητας και της γρήγορης παλιννόστησης, στη λογική μιας μονιμότερης παραμονής και άρα στη λογική της ένταξης στη γερμανική κοινωνία. Οι δύο αυτές λογικές βρήκαν την έκφρασή τους και στο σχολικό, όπως το ονομάζαμε τότε”, επισημαίνει ο κ. Δαμανάκης, ο οποίος εργάστηκε επί εξίμισι χρόνια σε γερμανικά πανεπιστήμια, μετά τις σπουδές Παιδαγωγικής, Κοινωνιολογίας, Ιστορίας και Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Κολωνίας, όπου και απέκτησε τους τίτλους Magister Artium και Doktor Phil.
Το αργότερο στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, ήταν σαφείς δύο τάσεις: από τη μία, η δημιουργία ελληνικών σχολείων και από την άλλη η ένταξη στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, με παράλληλη διδασκαλία-μάθηση της ελληνικής γλώσσας σε ενταγμένα ή σε απογευματινά τμήματα ελληνικής γλώσσας. Αργότερα, το 1981, τα αμιγή ελληνικά σχολεία απέκτησαν θεσμικό status, βάσει όμως της ελληνικής και όχι της γερμανικής νομοθεσίας. Τα αμιγή ελληνικά σχολεία, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τα συναντούμε στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και τη Βαυαρία, και στην τριτοβάθμια σε όλη τη Γερμανία.
Αυτές οι μορφές ελληνόγλωσσης εκπαίδευσης αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών ερευνών. Το 1986 έγινε μία έρευνα μόνο στη Ρηνανία- Βεστφαλία, χρηματοδοτούμενη από την Ε.Ε. Η ίδια έρευνα επαναλήφθηκε το 1998, αυτή τη φορά στο πλαίσιο του προγράμματος Παιδεία Ομογενών.
Η δεύτερη αυτή έρευνα, ως προς τα αμιγή ελληνικά σχολεία, έδειξε το εξής ενδιαφέρον στοιχείο: στη δωδεκαετία που μεσολάβησε, τα αμιγή ελληνικά σχολεία εξελίχθηκαν σε ένα ιδιότυπο, αυτόνομο, παράλληλο εκπαιδευτικό δίκτυο. Γύρω από αυτά οργανώθηκε ένα είδος “παράλληλων κοινοτήτων”, που στηρίζουν και περιφρουρούν τη λειτουργία τους.
“Παρ΄όλο που τα εν λόγω σχολεία φέρουν έντονα τα χαρακτηριστικά της περιχαράκωσης και της αποξένωσης των μαθητών τους από το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον και παρ΄όλο που κατά καιρούς δέχονται κριτική όχι μόνο από ερευνητές, αλλά και από εκπαιδευτικούς και γονείς, συνεχίζουν να λειτουργούν ως έχουν, με κύριο επιχείρημα ότι δίνουν διέξοδο στα παιδιά των Ελλήνων εργαζομένων στα πανεπιστήμια της Ελλάδας”, σημειώνει ο Δρ. Δαμανάκης.
Προς αυτή την κατεύθυνση, άλλωστε, θεσπίστηκε και ο νόμος 1351/83, που εισήγαγε το μέτρο των ειδικών εισαγωγικών εξετάσεων για τα παιδιά των ομογενών, με στόχο να διευκολύνει τη εισαγωγή τους στα ΑΕΙ της Ελλάδας, ένα μέτρο θετικής διάκρισης, όπως χαρακτηρίστηκε τότε από τους παιδαγωγούς.
“Διαπιστώνουμε βάσει της νέας έρευνας, που είναι αρκετά εκτεταμένη και σε βάθος, ότι 25 χρόνια αργότερα ο νόμος αυτός λειτουργεί μεν θετικά, αλλά όχι πλέον για τα παιδιά των μεταναστών, αλλά για τα παιδιά των Ελλήνων υπαλλήλων στο εξωτερικό”, τονίζει ο κ. Δαμανάκης.
· Τα στοιχεία της νέας έρευνας “μιλούν” από μόνα τους
Το ζητούμενο στη νέα έρευνα ήταν κατά πόσο τα αμιγή ελληνικά σχολεία της Γερμανίας ανταποκρίνονται σήμερα στην αποστολή τους, αν πραγματικά οδηγούν τους αποφοίτους τους στα ελληνικά πανεπιστήμια και σε περίπτωση επιτυχίας ποια είναι η μετέπειτα πορεία τους.
Η έρευνα διεξήχθη το σχολικό έτος 2006–2007. Βάσει στοιχείων του Υπουργείου Παιδείας, για μία ολόκληρη δεκαετία (1997–2007), εξετάστηκαν ποια ήταν τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων γι’ αυτή την περίοδο. Μελετήθηκε η πορεία 20.000 ομογενών (ένα πολύ μεγάλο δείγμα), οι οποίοι έδωσαν εξετάσεις αυτή την περίοδο. Στη συνέχεια, σε συγκεκριμένα τμήματα ελληνικών πανεπιστημίων, όπου φοιτούν ομογενείς, έγινε σύγκριση της πορείας τους με αυτή των Ελλαδιτών. Επίσης, ερευνήθηκε η πορεία άλλων 3.000 ομογενών φοιτητών, με ακαδημαϊκό έτος εισαγωγής 1995 και 1998 έως το 2007.
Σύμφωνα με την έρευνα, στα 100 παιδιά των μεταναστών που δίνουν εξετάσεις, περνούν στο πανεπιστήμιο περίπου τα 55, ενώ η αντιστοιχία των παιδιών των υπαλλήλων είναι 80 και πλέον στα 100. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά των υπαλλήλων εισάγονται κατά διπλάσιο ποσοστό σε ιατρικές σχολές, σε σύγκριση με τα παιδιά των μεταναστών.
Από τις περίπου 30 χώρες του εξωτερικού, από τις οποίες λαμβάνουν μέρος παιδιά ομογενών στις εισαγωγικές εξετάσεις για ΑΕΙ και ΤΕΙ, στην Ελλάδα, το ποσοστό επιτυχίας των ελληνοπαίδων από τη Γερμανία είναι το χαμηλότερο (μόλις το 47%). Στην πορεία του χρόνου, τα ποσοστά επιτυχίας μειώνονται. Το αντίστοιχο ποσοστό για τα ελληνόπουλα της Αγγλίας ανέρχεται στο 92%, από το Βέλγιο 80% και τις ΗΠΑ 69%. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι οι ομογενείς από τη Γερμανία δεν προτιμούν τα ΤΕΙ (σε ποσοστό κάτω από 5%).
Η εικόνα της πορείας τους στα πανεπιστήμια δεν είναι επίσης καλή, καθώς ένα μεγάλο ποσοστό ομογενών φοιτητών “λιμνάζει” και στο τέλος εγκαταλείπει τις σπουδές. Συγκριμένα, διαπιστώθηκε ότι το 2007, από τους εισαχθέντες το 1995 ένα 30% εξακολουθούσαν να φοιτούν σε ελληνικά πανεπιστήμια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των Ελλαδιτών ανέρχεται μόλις στο 5%. Οι αριθμοί αυτοί αντανακλούν των αγώνα αυτών των παιδιών, που επιθυμούν διακαώς να πάρουν πτυχίο, δεν έχουν όμως τα απαιτούμενα εφόδια για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των ελληνικών πανεπιστημίων.
“Τα αποτελέσματα αυτά θα πρέπει να μας ανησυχήσουν. Υπάρχει μία δυσκολία να προσδιοριστούν τα αίτια, καθώς η έρευνα είναι ποσοτική και για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα πρέπει η έρευνα να συνεχιστεί με ποιοτικά κριτήρια”, αναφέρει ο κ. Δαμανάκης.
“Αυτό που μπορούμε να πούμε- σημειώνει- είναι ότι τα αμιγή ελληνικά σχολεία στη Γερμανία, στην πορεία φαίνεται να οδεύουν σε μία χειροτέρευση. Από πού προκύπτει αυτό; Αν θεωρήσουμε ως δείκτη καλής ή μη λειτουργίας των σχολείων τις επιδόσεις και την επιτυχία των αποφοίτων τους στις εισαγωγικές εξετάσεις, τότε διαπιστώνουμε ότι αυτή μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Επίσης, εξετάσαμε τις επιδόσεις των μαθητών σε συγκριμένα αντικείμενα (γλώσσα, αρχαία, νέα ελληνικά, μαθηματικά, φυσική, γερμανικά) και διαπιστώσαμε μία υποχώρηση στις επιδόσεις των μαθητών. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον υποχωρεί πια και η αποδοτικότητα των σχολείων αυτών. Πιστεύω ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα οδηγήσουν σε βελτίωση της κατάστασης”.
Η νέα αυτή έρευνα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον κ. Δαμανάκη στο 21ο συνέδριο της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων Γερμανίας, στο τέλος Μαΐου, στη Φρανκφούρτη και προκάλεσε έντονη συζήτηση και πολλές ερωτήσεις από τους συνέδρους, καθώς το εκπαιδευτικό είναι ένα από τα “καυτά” θέματα, που απασχολούν τον ελληνισμό στη χώρα αυτή.
Αξίζει να αναφερθεί ότι το σχολικό έτος 2006–2007, στα αμιγή ελληνικά σχολεία φοιτούσαν μόλις 5.627 παιδιά ή το 16% των 41.650 Ελληνοπαίδων της Γερμανίας, ενώ τα υπόλοιπα παρακολουθούσαν μαθήματα σε γερμανικά σχολεία.
Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση της Γερμανίας έχουν αποσπαστεί πάνω από 1500 εκπαιδευτικοί, από τους συνολικά 3.000 σε όλο τον κόσμο.
Ένα άλλο ανησυχητικό φαινόμενο είναι τα ελληνικά φροντιστήρια που έχουν “ξεφυτρώσει” νόμιμα, εδώ και καιρό, στο Μόναχο, το Ντίσελντορφ, τη Στουτγάρδη… και η παραπαιδεία αποτελεί για όλους κοινό μυστικό.
Quelle: ANA-MPA
Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά .Το όλο θέμα της εκπαίδευσης των ελληνοπαίδων με απασχολεί από τη στιγμή που αποφάσισα να ακολουθήσω το σύζυγό μου από φέτος στη Γερμανία με τα δυο μας παιδιά για μόνιμη εγκατάσταση . Είμαι κι η ίδια εκπαιδευτικός και τα δίγλωσσα παιδιά μας τέλειωσαν στη Θεσ/κη το δημοτικό.Θα το εκτιμούσα αν δημοσιεύατε κι άλλες παρόμοιες πληροφορίες και σκέψεις ή αν επικοινωνούσατε μαζί μου προσωπικά. Ευχαριστώ!