Συγνώμη ρε φίλε…
Από την Ελιάνα Γιαννακάκη
Χ*** μέσα Πολυχρόνη αυτός ο μήνας. Και τα νιώθω όλα να ‘ρχοντε σιγά σιγά. Νεύρα τσατάλια, εγκεφαλικά, κλάματα, υστερίες. Αλλά τι να κάνει ο κατακαημένος ο πικραμένος φοιτητής; Εξεταστική περίοδος είναι. Τα ξαναπεράσαμε.
Ευτυχώς που κάπου εκεί έξω έχω φιλαράκια που με νοιάζονται και μου θυμίζουν ότι υπάρχουν κι άλλα στη ζωή εκτός απ’ τη σχολή και το διάβασμα. Όχι πως δεν το ξέρω δηλαδή αλλά κάτι τέτοιες περιόδους παθαίνω όλα τα ΑΝΑ του Μπαμπινιώτη. ΑΝΑφυλαξία, ΑΝΑκατοσούρα, ΑΝΑισθησία κι άμα τύχει παραβαίνω τον κανόνα και ρίχνω και μια ΑΣΦυξία.
Τι την ήθελα τις σπουδές. Μου λες;
Και επιστρέφοντας στα καλά μου ΑΝΑίσθητα και ΣΥΜπονετικά φιλαράκια, the other day που λένε και οι κρυόκωλοι οι Εγγλέζοι, με παίρνει στο τηλέφωνο η τρελλέγκο η Σαλονικιά (Φιλόλογος σπουδάζει σου λέει) και με ευγενικότατο τρόπο με διατάζει να τσακιστώ να πάμε να συναντήσουμε τους μαντραχαλάδες για καφέ. Ε και μιας που ‘χαμε καιρό να μυρίσουμε άρωμα πατρίδας, αποφασίσαμε να κατακλύσουμε τις καρέκλες ενός καινούριου ελληνικού café-bar.
Μεταξύ μας, αυτούς τους συνδυασμούς πάντα τους μισούσα. Για κάτσε sir. Αποφάσισε. Café ή bar είσαι; Αργρκρκρκρκρκρ και στην πατρίδα μου τη δίνει αυτό. Εγώ ξέρω ότι σε café πάω ήσυχα και φρόνιμα να πιω τον καφέ μου και να πω και τρεις κουβέντες ενώ στο bar πάω ν’ ακούσω τη μουσική που γουστάρω και να μπεκρουλιάσω μέχρι τέλους. Τελοσπάντων. Το καταπίνω και αυτό μην ΑΝΑκατευτώ πάλι.
Πάμε λοιπόν τα έρμα τα βασανισμένα φοιτητάκια να πιούμε τον καφέ μας, να πούμε τα νέα μας και να κουτσομπολέψουμε. Κουτσομπολιό = απαραίτητο συστατικό για να ξεφύγεις απ’ τις δύσκολες στιγμές.
Τι το θέλαμε το Ελληνικό όμως κυρία μου; Παρόλο που επιλέξαμε σκοπίμως την καλύτερη και πιο απομακρυσμένη γωνιά του μαγαζιού μας τυχαίνει το ανάποδο. Μας κατεβαίνει ο κούκλος ο γκαρσόναρος κι απάνω που γράφει την παραγγελία και φεύγει κι αρχίζουμε περιχαρείς να λέμε τα δικά μας, σκάει μύτη ο επίσης περιχαρής ιδιοκτήτης. Γόης (έτσι για να μην ξεχνιόμαστε), κοντά 55, κανονικό ανάστημα, παίρνει καρέκλα, κάθεται στην παρέα μας, λέει τα δικά του, εμείς κάγκελο. Όνειρο είναι Θεέ μου; Ας με τσιμπήσει κάποιος τώρα! Ακολουθούν οι καθιερωμένες και κοινότυπες πια ερωτήσεις. Ουφ τίποτα δεν έχει ενδιαφέρον πια αυτή η ζωή;
Μας περνά από κανονικό scan. Κι από πού είστε και τι κάνετε και όλα τα αναμενόμενα συναφή. Εννοείται βέβαια πως σε ότι λέγαμε, υπήρχε εκ μέρους του και το ανάλογο σχόλιο. Και εννοείται πως με το τσιγκέλι μας τα ‘βγαζε γιατί εμείς εξακολουθούσαμε να είμαστε σε τύπου κάγκελο φάση. Ξαφνικά νιώθω το μυαλό μου να λειτουργεί, κι ακούω το μέσα μου να λέει στο πιο μέσα μου «Συγνώμη ρε φίλε, μας ρώτησες αν θέλουμε ν’ ακούμε τις π******* σου;» Δε λέω, καλή ράτσα είμαστε, ευγενική (τς τς) αλλά εμείς, ένα καφεδάκι πήγαμε να πιούμε.
Μερικοί Έλληνες επιχειρηματίες θαρρώ πως τα μπερδέψανε τα πράματα. Δηλαδή, άλλο εστιατόριο, άλλο ταβέρνα, άλλο café κι άλλο bar. Και εξηγούμαι το café, ή έστω να το καταπιώ café-bar έχει άλλη φιλοσοφία απ’ αυτή της ταβέρνας ή του εστιατορίου. Καλές οι δημόσιες σχέσεις αλλά ρε φίλε αλλιώς το κανείς εκεί κι αλλιώς στο άλλο. Στο café-bar (το χώνεψα κιόλας;) πάει ο άλλος με την παρέα του να τα πει, σοβαρά ή αστεία, ν’ ανοίξει λίγο το μάτι του. Να χορτάσει κόσμο. Δεν πας να τον πιάσεις ψιλή κουβέντα. Έλεος δηλαδή. Εντάξει ο δικός μας ήταν και χουβαρντάς. Μας κέρασε ότι ήπιαμε… αλλά καλά έκανε γιατί δεν το ευχαριστηθήκαμε καθόλου. Δεν είμαι αχάριστη. Αλλά ξέρω ότι μου στέρησε τη ψυχαγωγία μου εκείνη τη στιγμή. Τους φίλους μου.
Μπορεί να εξακολουθώ να μοιάζω εγωίστρια. Αλλά, πιστεύω ότι καλά είναι να μάθουμε επιτέλους να συμπεριφερόμαστε ανάλογα την ανάλογη στιγμή. Ο φίλος μας εκεί πέρα μια χαρά δημόσιες σχέσεις πίστευε πως έκανε. Εγώ όμως και οι φίλοι μου, θα ξανασκεφτούμε άμα είναι να ξαναπάμε. Όπως άλλωστε και σε πολλά άλλα ελληνικά μαγαζιά!