Όπου τρέλα και χαρά…
Από την Ελιάνα Γιαννακάκη
Στο δωμάτιο σιωπή. Σκέφτομαι. Καλές οι γνώσεις, το διάβασμα, οι υστερίες (ω ναι και η υστερία έχει τη γλύκα της) αλλά ρε γ***** χρειάζομαι οξυγόνο. Άρχισα ν’ ασφυκτιώ στους τέσσερις τοίχους αλλάζοντας απλά και μόνο γωνιά για να κλάψω. Μυρίζω το δέρμα μου. Ααααααααα άρχισα να μυρίζω γαλλικό τυρί Roquefort. Αφήνω το κλάμα στις γωνιές κι αρχίζω τα ασταμάτητα πάνω κάτω στους διαδρόμους του μικρού μου παλατιού. Κι έξαφνα… ακούω τον μαγικό ήχο. Ντλιγκ! Τρέχω αμέσως μπροστά στην οθόνη του laptop μου. Ω ναι. Έχω μήνυμα. Πρόσκληση για την ελληνική χοροσπερίδα. Για μια σαστίζω αλλά σε κλάσματα δευτερολέπτων σκέφτομαι… «Ας είναι». Αρπάζω το τηλέφωνο για να κανονίσω τα τρία ερωτηματικά. Που; Πως; Πότε; Τζίφος. Η μια είναι άρρωστη. Η άλλη δεν προλαβαίνει να βγάλει τη βαφή από τα μαλλιά. Η άλλη έχει πρωινό ξύπνημα όχι γιατί επιβάλλεται αλλά για να πάρει το σκυλί για βόλτα. Η τέταρτη, δε μ’ απογοήτευσε το χρυσό μου. Τρελό παιδί χαρά γεμάτο καθώς είναι, κατενθουσιάζεται με την ιδέα. Έφτασε η μεγάλη μέρα. Ετοιμαζόμαστε, βγαίνουμε απ’ τον λήθαργο και γινόμαστε γκομενάρες έτοιμες να κατακτήσουμε το σύμπαν. Και φτάνουμε. Χάνεται η γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Τι την ήθελα η Χριστιανή τη χοροσπερίδα; Ρίχνω μια γρήγορη ματιά στο χώρο. Ακούγεται δυνατά η μουσική. Γλέντι. Πανηγύρι. Τραπέζι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι. Καρεκλόνι επίσης άσπρο. Νοσοκομείο; Εμφανίζεται σαν οπτασία η γιαγιά μου με τις φιλενάδες της στη γειτονιά με τα καφεδάκια και τα μπισκοτάκια τους. Μια τσιριχτή φωνή χαρά γεμάτη μ’ επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μα όλα πραγματικότητα είναι. Δυνατή μουσική, το άσπρο τραπεζομάντιλο. Το άσπρο καρεκλόνι. Και μια μυρωδιά που μου σπάει τη μύτη. Έλα το καλό σουβλάκι! Κλαψ και λυγμ! Η άλλη με σπρώχνει. Πείνασε. Λυσσάει για σουβλάκι. Σουβλατζής 50+ Ελληναράς που ρίχνει την ατάκα «Κοπελιά τι καλό θα ‘θελες; Έχουμε πολύ ωραία πράγματα εδώ. Σουβλάκι χοιρινό καλοψημένο». Η αλήθεια είναι το λιγουρεύτηκα. Ξεχνώ τον Αλεξανδράκη και ζητώ ευγενικά δύο σουβλάκια μπας και καλοταΐσω τ’ αντεράκι μου. «Ας ικανοποιηθεί και κάποιος άλλος απόψε» σκέφτομαι και κάθομαι σ’ ένα τραπέζι σούρνοντας πάντα μαζί μου την ‘τρελή’. Τ’ απολαμβάνω το σουβλάκι μου δε λέω. Αλλά, την μοναδική απόλαυση της βραδιάς έρχονται κι ενοχλούν κάτι περίεργα μικρά Ελληνάκια, την επόμενη γενιά, που τρέχουν πάνω κάτω, πάνω κάτω, πάνω κάτω… Κι επειδή αποφάσισα να ανασυνταχθώ ως προσωπικότητα άρχισα τα γουτσου γουτσου με τα μικρά σκάει ένα κλάμα… μα ένα κλάμα. Τι το ‘θελα το γουτσου γουτσου η κακούργα. Το βλέμμα μου διασταυρώνεται με κάποια που χορεύει σαν τρελή. Μα κάπου την ξέρω. Ααααα είναι η τρελή που μου ξέφυγε και ξεσαλώνει με καμιά δεκαριά εργένισσες των 35+. Και πάει το μαντήλι σύννεφο. Το κουνάνε με περίσσια χάρη, έμοιαζε να καλούν το «Πλοίο της Αγάπης» απ’ όπου θα ‘ψώνιζαν’ τον επόμενο άντρα της ζωής τους. Από Ποντιακά στα Νησιώτικα κι απ’ την Κρητική λύρα στην Καλομοίρα. Ο Χριστός και η Παναγία! Κι όταν πια ανέλαβε το νεανικό συγκρότημα το πρόγραμμα, που με πάθος εκτελούσε τα τραγούδια του ακούω απ’ το μικρόφωνο ΤΗΝ ατάκα «Σουβλάκια εδώ. Καλοψημένα. Με σαλατούλα. 2.50 ερώ». «Τη σαλάτα μου μέσα» σκέφτομαι σαν νταλικέρης στην εθνική οδό. Τι τις ήθελα τις χοροσπερίδες; Πάρτα. Ηλίθια. Μη στα χρωστάω. Νιώθω την ανάγκη για νερό. «Νεράκι του Θεού που βρίσκω;» ρωτώ ευγενέστατα τον monsieur πίσω απ’ τον πάγκο. «Α δεν έχουμε, μας τελείωσε» μου απαντά επίσης ευγενικά. «Κρασάκι; Μήπως να πίνατε λίγο κρασάκι;» μου λέει; «Ε όχι ρε μακάκα» σκέφτομαι «εγώ νερό θέλω». Κι αφού εγώ ανεβαίνω το δικό μου ‘Γολγοθά’ και η άλλη εξακολουθεί να περνάει φίνα, αποφασίζω να σωριαστώ στο καρεκλόνι παρά δίπλα. Τι το ήθελα το μανικιούρ; Τι τις ήθελα τις εξόδους; Αχ τη μοίρα μου τη μαύρη. Αλλά όταν τα ‘δα όλα, πήρα το σώμα μου να φύγουμε. Δεν αντέχαμε άλλο. Όσο πεθυμώ την πατρίδα τόσο θέλω να την ξεχάσω κάθε φορά που μου συμβαίνει ανάλογη εμπειρία. Γιατί να μην υπάρχει ένας ευρηματικός άνθρωπος σ’ αυτή την ξενιτεμένη κοινότητα επιτέλους;