Αναγνώριση ελληνικών σχολείων στη Β.Ρηνανία-Βεστφαλία ως συμπληρωματικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης
Στη σημασία της απόφασης του Υπ.Παιδείας του ομόσπονδου κρατιδίου της Β.Ρηνανίας-Βεστφαλίας να αναγνωρίσει τα αμιγή ελληνικά σχολεία ως «συμπληρωματικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης» αναφέρεται ρεπορτάζ της Βιβής Παπαναγιώτου με τίτλο «Τί σημαίνει η αναγνώριση των ελληνικών σχολείων στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία;» στη γερμανική ραδιοφωνία «Ντόιτσε Βέλλε».
Στο ρεπορτάζ παρατίθενται δηλώσεις των αρμοδίων συντονιστών εκπαίδευσης και του προέδρου της Ομοσπονδίας Ελληνικών Κοινοτήτων, και επισημαίνεται- μεταξύ άλλων- ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί το «πρώτο σκαλοπάτι για τη δρομολόγηση, εάν ευοδωθεί, μιας πορείας μετεξέλιξής τους σε «αναπληρωματικά» και τέλος σε ισότιμα σχολεία με τα γερμανικά».
«Στις 5 Ιανουαρίου το υπουργείο Παιδείας της Βόρειας Ρηνανίας — Βεστφαλίας (ΒΡΒ) κοινοποίησε επίσημα την αναγνώριση των 10 αμιγών ελληνικών σχολείων, τα οποία λειτουργούν σε έξι μεγάλες πόλεις, το Ντόρτμουντ, το Λιντενσάιντ, το Μπίλεφελντ, το Ντίσελντορφ, το Βούπερταλ και την Κολωνία και τα οποία επισκέπτονται 1.800 Έλληνες μαθητές από το δημοτικό μέχρι και το λύκειο. Το υπ. Παιδείας της ΒΡΒ κατέταξε τα αμιγή ελληνικά σχολεία στα ‘συμπληρωματικά σχολεία γενικής εκπαίδευσης’», επισημαίνει το ρεπορτάζ.
Και συνεχίζει: «Τι σημαίνει το συγκεκριμένο αυτό καθεστώς για τους Έλληνες μαθητές; Αισιόδοξος και ικανοποιημένος είναι ο Κώστας Πότσης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Συλλόγων Γονέων και Κηδεμόνων στα αμιγή ελληνικά σχολεία, ενώ συγκρατημένα αισιόδοξος δηλώνει ο πρόεδρος της ΟΕΚ Κώστας Δημητρίου τονίζοντας ότι πρόκειται για το πρώτο, θετικό βήμα, ‘που θα έπρεπε όμως να είχε κατακτηθεί ήδη πριν από είκοσι χρόνια’. Επίσης υπογραμμίζει ότι με την αναγνώριση αυτή ‘μπαίνει σε τάξη το καθεστώς αυτών των σχολείων και δρομολογείται η ουσιαστική αναβάθμισή τους’.
»Πιο σαφή είναι τα πράγματα, εάν διαβάσουμε το κείμενο με τις απαντήσεις που μας έστειλαν οι συντονιστές Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, κ. Μαρία Λαζαρίδου και κ. Κωνσταντίνος Παναγιώτου: Με την αναγνώριση αυτή πρώτον καταργείται η περίφημη αίτηση για κατ’ εξαίρεση άδεια φοιτήσεως και δεύτερον διευθετούνται μια σειρά πρακτικά προβλήματα στην καθημερινότητα των μαθητών. Ανοίγει π.χ. ο δρόμος για τη χορήγηση μαθητικού εισιτηρίου, την καταβολή επιδόματος τέκνων, την οικονομική βοήθεια σε μη εύπορους μαθητές για συμμετοχή σε σχολικές εκδηλώσεις κλπ.
»Έτσι τα αμιγή ελληνικά σχολεία στη ΒΡΒ με την αναγνώριση αυτή κατακτούν πρακτικά το πρώτο σκαλοπάτι για τη δρομολόγηση, εάν ευοδωθεί, μιας πορείας μετεξέλιξής τους σε «αναπληρωματικά» και τέλος σε ισότιμα σχολεία με τα γερμανικά. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει, όπως τονίζει ιδιαίτερα ο πρόεδρος της ΟΕΚ Κώστας Δημητρίου: «να αναβαθμιστούν τα αμιγή ελληνικά σχολεία, να ενταχθούν στη γερμανική κοινωνία. Δηλαδή να μην είναι κόπια του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά να προσαρμόσουν το αναλυτικό τους πρόγραμμα, τη διδακτέα ύλη και το επίπεδο του διδακτικού προσωπικού στη γερμανική πραγματικότητα.
»Τοποθέτηση που δεν απέχει πολύ από αυτό που υπογραμμίζει ο συντονιστής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Κωνσταντίνος Παναγιώτου στο κείμενο που μας έστειλε: «Η ελληνική πλευρά», γράφει, «αποκτά ένα επιπλέον διαπραγματευτικό επιχείρημα στις επικείμενες διακρατικές διαβουλεύσεις για βελτιωμένη και αναβαθμισμένη αναγνώριση των απολυτήριων τίτλων, τους οποίους αυτά χορηγούν». Ο κ. Παναγιώτου αναφέρει επίσης ότι «η αναγνώριση δημιουργεί και υποχρεώσεις έναντι των γερμανικών σχολικών αρχών», όσον αφορά π.χ. τον έλεγχο καταλληλότητας των κτιριακών υποδομών, τις δηλώσεις για το προσωπικό, το μαθητικό δυναμικό, τις απουσίες κλπ.
»Όμως τίθεται και ένα εύλογο ερώτημα. Γιατί γίνεται τώρα αυτή η αναγνώριση; Ορισμένα από αυτά τα σχολεία υπάρχουν από τη δεκαετία του ΄70, ενώ πριν από 20 χρόνια οι μαθητές ήταν περισσότεροι. Μόνον το γυμνάσιο και το λύκειο της Κολωνίας είχε 1500 μαθητές, ενώ σήμερα όλοι μαζί οι μαθητές που φοιτούν σε αυτά είναι 1.800.
»Τι τρέχει, τι άλλαξε και πείσθηκαν οι Γερμανοί υπεύθυνοι; Ο κ. Πότσης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Γονέων και Κηδεμόνων, εκτιμά ότι έλειπαν οι κατάλληλοι άνθρωποι τόσο από την πλευρά των Συλλόγων των Γονέων και Κηδεμόνων, όσο και από την πλευρά της ελληνικής πολιτείας. Ο πρόεδρος της ΟΕΚ πιστεύει ότι «δεν κινήθηκε μέχρι πρότινος η ελληνική πολιτεία για την κατάκτηση έστω αυτής της πρώτης βαθμίδας αναγνώρισης των σχολείων»
»Μήπως όμως η αναγνώριση δεν είναι πια ουσιώδες βήμα, αφού τα αμιγή ελληνικά σχολεία πνέουν τα λοίσθια; Ο Κώστας Δημητρίου έχει άλλη άποψη. Εκτιμά ότι τα σχολεία αυτά έχουν λόγο ύπαρξης κυρίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Γερμανίας, όπου υπάρχει συγκεντρωμένος ελληνισμός και ότι μπορεί και πρέπει να γίνει η αναβάθμισή τους. Μακάρι να είναι τα πράγματα έτσι και να ευοδωθεί η πορεία που περιγράφει ο πρόεδρος της ΟΕΚ. Αλλά αυτά τα επιχειρήματα τα λέγαμε όλοι μας το 1980. Βέβαια τότε και μέχρι πριν από μια πενταετία περίπου οι γονείς και οι θιασώτες των αμιγών ελληνικών σχολείων έβλεπαν τα πράγματα με μονομέρεια, δεν ασχολούνταν καν με την αναγνώρισή τους από το γερμανικό κράτος, σημαντική γιʼ αυτούς ήταν η ελληνική πολιτεία, έστω και αν δεν εργάζονταν, ούτε πλήρωναν φόρους, ούτε ζούσαν στην επικράτειά της. Σήμερα, βλέπουν τα πράγματα διαφορετικά και αντιλαμβάνονται ότι το μέλλον των παιδιών τους απαιτεί και τη γερμανική και την ελληνική αναγνώριση. Ας ελπίσουμε ότι η μεταμέλεια αυτή θα μας βγει σε καλό, διότι προσωπικά η κατάσταση μου θυμίζει την παροιμία που λέει: ‘το μυρμήγκι πριν πεθάνει βγάζει φτερά’».
Quelle: ana-mpa