Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916–1919 — Γεράσιμος Αλεξάτος
Είναι αδύνατο να ασχοληθεί κανείς με τις πολυτάραχες ελληνογερμανικές σχέσεις κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, χωρίς να σκοντάφτει διαρκώς στο όνομα μιας μικρής, συνοριακής και διχοτομημένης σήμερα πόλης της πρώην Ανατολικής Γερμανίας, το Γκαίρλιτς (Görlitz). Το καλοκαίρι του 1916 –μεσούντος του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου- 7000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του εγκατεστημένου στην Ανατολική Μακεδονία Δ΄ Σώματος Στρατού, μεταφέρθηκαν εκεί, εκόντες άκοντες και κάτω από δραματικές συνθήκες, όπου και παρέμειναν επί δυόμισι χρόνια υπό το ιδιότυπο καθεστώς του «αιχμάλωτου-φιλοξενούμενου» του Κάιζερ. Είχε προηγηθεί η κατάκτηση του τμήματος αυτού της Μακεδονίας από τους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους. Η υπόθεση αυτή της μικρής αλλά ιστορικής πόλης της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας, αποτελεί μια από τις τραγικότερες περιπλοκές της περιόδου εκείνης, που βιώθηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα στην Ελλάδα, καθώς η αμείλικτη διαμάχη του βασιλιά Κωνσταντίνου με τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο σχετικά με τη στάση της χώρας απέναντι στα στρατόπεδα των αντιμαχομένων, οδήγησε στον πρώτο μεγάλο εσωτερικό διχασμό.
Όμως οι σχέσεις του Γκαίρλιτς με την Ελλάδα δεν σταματούν εκεί. Το 1949, μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, 14000 πολιτικοί πρόσφυγες μαζί με τα παιδιά τους, κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, θα καταφύγουν στην ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εντωμεταξύ μετά το 1945 είχε διχοτομηθεί, και οι ανατολικές συνοικίες του –εκεί όπου 30 περίπου χρόνια νωρίτερα βρισκόταν το ελληνικό στρατόπεδο- είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκορζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη θα βρεθούν στις απέναντι όχθες του συνοριακού πλέον ποταμού Νάισε, Έλληνες δύο διαφορετικών γενεών – θύματα των μεγάλων συγκρούσεων του πρώτου μισού του 20ού αιώνα- που για πολλά χρόνια ούτε καν θα υποψιάζονται την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην αντίπερα όχθη.
Η άφιξη το 1916 χιλιάδων στρατευμένων σε γερμανικό έδαφος ήταν η πρώτη μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών σε γερμανικό έδαφος και σήμανε συναγερμό στους κύκλους των «φιλελλήνων», που κατέκλυσαν το Γκαίρλιτς με ποικίλα κίνητρα και αποστολές. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος», διαπίστωνε ο διάσημος τότε βυζαντινολόγος καθηγητής Άουγκουστ Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός ‑βραχύβιου έστω και επιλεκτικού- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Έτσι –εν μέσω του φονικότερου έως τότε πολέμου- πραγματοποιήθηκαν εκεί σπανιότατες μελέτες, διατριβές, ηχογραφήσεις (μεταξύ αυτών και η πρώτη έως τώρα γνωστή καταγραφή μπουζουκιού παγκοσμίως), που μόλις τώρα βγαίνουν στο φως προκαλώντας επιστημονικό και γενικότερο ενδιαφέρον. Αλλά και πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες και διανοούμενοι, νεαροί στρατευμένοι τότε, διάσημοι αργότερα (όπως ο σπουδαίος θεατρικός συγγραφέας Βασίλης Ρώτας, ο λογοτέχνης Λέων Κουκούλας, ο ζωγράφος Παύλος Ροδοκανάκης και ο δημοφιλής τότε ηθοποιός Βασίλης Αργυρόπουλος), έδωσαν εκεί τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα επιρροές στη μετέπειτα πορεία τους.
Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς, εκατοντάδες οι μικτοί αρραβώνες και γάμοι, αλλά εξίσου μεγάλες οι αντιζηλίες, απογοητεύσεις ακόμα και συγκρούσεις. Ο ασυνήθιστα βαρύς χειμώνας, σε συνδιασμό με την ελλιπέστατη και ασυμβίβαστη με ελληνικές γεύσεις διατροφή, προκάλεσαν ανεπανόρθωτες βλάβες στην υγεία των στρατιωτών, ενώ η φυματίωση και η ισπανική γρίπη θέρισαν κυριολεκτικά τους εξασθενημένους από τις στερήσεις και το ασυνήθιστο ψύχος άνδρες. Δεκάδες βενιζελικοί αξιωματικοί διώχθηκαν, ενώ μετά το τέλος του πολέμου η αθρόα συμμετοχή των Ελλήνων στρατιωτών στη γερμανική επανάσταση των σπαρτακιστών (τον Νοέμβριο του 1918, με επικεφαλής τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λήμπκνεχτ), είχε τραγική κατάληξη και οδήγησε τους αιχμαλώτους σε μαζική άτακτη φυγή, με κάθε μέσο ακόμα και με τα πόδια. Αξέχαστα έμειναν όμως για πολλά χρόνια τα ελληνικά «σοβιέτ» του Γκαίρλιτς, τα εκλεγμένα στρατιωτικά συμβούλια των στρατιωτών, το «φωτεινό παράδειγμα για τους φαντάρους, τους ναύτες και όλους τους εργαζόμενους», όπως έγραφε το 1932 ο Ριζοσπάστης.
Ομως η «Οδύσσεια» των ανδρών του Σώματος συνεχίστηκε και μετά την παλιννόστηση, όταν ο πέλεκυς των διώξεων έπεσε βαρύς επί δικαίων και αδίκων, οξύνοντας στο έπακρο τα πάθη του Εθνικού Διχασμού κατά τη διάρκεια μάλιστα της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Εξορίες, εκτοπίσεις ακόμα και θανατικές καταδίκες τους ανέμεναν άμα τη αφίξει τους, καθώς πολλοί κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν ως ριψάσπιδες.
Ας ελπίσουμε ότι έναν περίπου αιώνα μετά την ξεχασμένη και εν πολλοίς άγνωστη σήμερα ελληνογερμανική περιπέτεια, η παρούσα μελέτη θα συμβάλει σε μια περισσότερο ψύχραιμη και νηφάλια επανεξέταση μιας από τις τραγικότερες πτυχές του Α΄ΠΠ και των προεκτάσεων του στην Ελλάδα.
ISΒΝ 978–960-467–173‑1, Εκδοτικός Οίκος : ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Τιμή : 24,00 € *** O Γεράσιμος Αλεξάτος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Τη δεκαετία του 80 εργάσθηκε σε διευθυντικές θέσεις σε ελληνικές βιομηχανίες. Από το 1988 μέχρι πρόσφατα εργαζόταν ως ερευνητής-ελεγκτής εφευρέσεων στο Ευρωπαικό Κέντρο Ευρεσιτεχνών στο Βερολίνο. Παράλληλα ασχολήθηκε εντατικά και επί πολλά χρόνια με τη μελέτη, έρευνα, διαλέξεις και δημοσιεύσεις σε ειδικά ιστορικά θέματα ελληνογερμανικού ενδιαφέροντος. Οι Έλληνες του Γλαίρλιτς 1916–1919 είναι το πρώτο του βιβλίο.
|
Είμαι απόγονος μιας γυναίκας που υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα στους βαλκανικούς πολέμους 1912–13, αλλά και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, παρασημοφορημένη πολλές φορές για τις υπηρεσίες της. Πρόκειται για την γιαγιά μου από τη μητέρα μου Κυριακούλα Πατσουρέα ή Πατσούρη (καταγόταν από το Νομιτσή της Λακωνίας), η οποία υπηρετούσε στο Δ’ Σώμα Στρατού και φιλοξενήθηκε στο Γκέρλτις. Η γιαγιά μου που έμαθε απταίστως τα γερμανικά, θεωρούσε ότι τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής ήταν αυτά που πέρασε στο Γκέρλιτς. Σήμερα σώζονται φωτογραφίες της που έχουν τραβηχτεί στη Γερμανία με πολιτική περιβολή, ‑δυστυχώς είναι φωτογραφίες στούντιο- αλλά και φωτογραφίες της με στολή νοσοκόμας σε ανοιχτό χώρο ή θαλάμους ασθενών στρατιωτών που όμως είναι άγνωστο αν πρόκειται για το ελληνικό Νοσοκομείο του Γκέρλιτς ή άλλο χώρο. Η εντός νοσοκομειακού θαλάμου φωτογραφία είναι πάντως εκπληκτική και με τα σημερινά δεδομένα.
Η Κυριακούλα υπηρέτησε φυσικά στο ελληνικό νοσοκομείο του Γκέρλιτς, αν και μιλούσε για περισσότερα χρόνια παραμονής από όσα φέρονται οι Έλληνες να παρέμειναν εκεί τελικά. Συγκεκριμένα έλεγε πως έμεινε πέντε περίπου χρόνια, εκτός κι αν η οικογένεια θυμάται λάθος, αφού η γιαγιά μου έφυγε το 1968. Στην οικογένεια μας θυμούνται διάφορες δυσάρεστες αφηγήσεις — αναμνήσεις της Κυριακούλας από τη φυματίωση που θέριζε τότε τους στρατιώτες, αλλά και διάφορα άλλα ευχάριστα περιστατικά από τη διαμονή της στη Γερμανία. Διατηρούσε διάφορες επαφές με ανθρώπους που ήταν στο Γκέρλιτς και μεταξύ αυτών με Έλληνες που παντρεύτηκαν Γερμανίδες, που τους ακολούθησαν στην Ελλάδα.
Απευθυνόμενος στον κύριο Αλεξάτο αλλά και σε κάθε άλλο ενασχολούμενο με την υπόθεση αυτή, θα ήθελα να ρωτήσω: α) αν έχουν καταγραφεί αρχειακά οι Έλληνες που διέμειναν στο Γκέρλιτς, β) ιδιαιτέρως αν υπάρχουν αρχειακές καταγραφές από το ελληνικό νοσοκομείο του Γκέρλιτς και το προσωπικό του. Μιας συναδέλφου και φίλη της επίσης το μικρό όνομα, ήταν το χαρακτηριστικά ελληνικό Ευανθία. Δυστυχώς δεν θυμόμαστε το επώνυμο, γ) αν υπάρχει κάτι στο ηχογραφημένο υλικό που να αφορά τη γιαγιά μου. Φαντάζομαι ότι οι Γερμανοί που ενδιαφερόντουσαν για τις ελληνικές προφορές και διαλέκτους, θα έδειχναν ιδιαίτερη προτίμηση για μια γυναίκα και μάλιστα μανιάτισσα, δ) αν σώζεται τέλος το αρχείο της ελληνικής εφημερίδας του Γκέρλιτς ή μόνο μερικά φύλλα κι αν έχει –ή πρόκειται- να ψηφιοποιηθεί. Παρακαλώ αν δεν μπορείτε να με ενημερώσετε οι ίδιοι, υποδείξτε μου που πρέπει να απευθυνθώ…
Αξιότιμε κύριε Μπουντούκη,
για περισσότερες πληροφορίες ‑πέραν αυτών που περιέχονται στο βιβλίο μου- σας παρακαλώ να απευθυνθείτε στο e- mail: galexatos@hotmail.de.
Σας χαιρετώ
Γεράσιμος Αλεξάτος